φάλτσο — το (λ. ιταλ.) 1. παρατονία, παραφωνία: Τραγουδάει με φάλτσο δεν κάνει για χορωδία. 2. μτφ., λάθος, σφάλμα: Κάνει ακόμη φάλτσα στην οδήγηση του αυτοκινήτου. 3. (για ποδόσφαιρο), φαλτσάρισμα (βλ. λ.): Σούταρε με φάλτσο κι έβαλε γκολ. 4. στον πληθ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοφωνία — η (AM κακοφωνία) [κακόφωνος] κακή φωνή, κακή προφορά, χασμωδία, παρατονία, παραφωνία, φάλτσο, φαλτσάρισμα αρχ. 1. (για κακόηχα ονόματα ή λέξεις) κακός ήχος φωνής, το να ηχεί κακώς, το να ακούγεται άσχημα, δυσάρεστα 2. κακοηχία που προέρχεται από… … Dictionary of Greek
παρέκφορος — ό ναυτ. ο δεύτερος έκφορος τών δολώνων, το φάλτσο μαντιζέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + έκφορος «σχοινί που χρησιμοποιείται για τη συστολή και διαστολή τών ιστίων». Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
παρατονία — η μουσ. η ιδιότητα τού παράτονου, μουσική παραφωνία, λανθασμένος τόνος φωνής, κν. φάλτσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράτονος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
παραφωνία — ἡ, ΝΑ [παράφωνος] νεοελλ. 1. μουσ. φθόγγος που ηχεί παρά τους κανόνες τού ρυθμού και τής αρμονίας, παρατονία, δυσαρμονία, φάλτσο 2. μτφ. διαφωνία, ασυμφωνία, δυσάρεστη αντίθεση αρχ. μουσ. η συνήχηση τών φθόγγων, η αρμονία, καθώς και η μελωδική… … Dictionary of Greek
φάλσο — το, Ν βλ. φάλτσο … Dictionary of Greek
φαλτσάρισμα — το, Ν [φαλτσάρω] 1. παραφωνία, φάλτσο 2. εκτροπή από την ομαλή πορεία … Dictionary of Greek
φαλτσάρω — Ν 1. κάνω φάλτσο 2. (κατ επέκτ.) πέφτω έξω, σφάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. falsare «παραποιώ, νοθεύω, διαστρεβλώνω»] … Dictionary of Greek
φαλτσαριστός — ή, ό, Ν [φαλτσάρω] (κυρίως στο ποδόσφ.) αυτός που γίνεται με φάλτσο … Dictionary of Greek
κακοφωνία — η δυσαρμονία ήχων, παραφωνία, φάλτσο: Το τραγούδι του ήταν μια σκέτη κακοφωνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)